-
1 hatun
δέσποινα, κυρία, γυναίκα -
2 Lady
subs.P. and V. γυνή, ἡ.Mistress: P. and V. δέσποινα, ἡ, δεσπότις, ἡ (Plat.).In invocations to goddesses: Ar. and V. πότνια, ἡ, ἄνασσα, ἡ (rare P.), δέσποινα, ἡ (rare P.).Lady of the house: P. and V. οἰκουρός, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lady
-
3 Queen
subs.P. and V. βασιλίς, ἡ (Plat.), δεσπότις, ἡ (Plat.), V. τύραννος, ἡ, Ar. and V. δέσποινα, ἡ, ἄνασσα, ἡ, βασίλεια, ἡ (Eur., And. 1055).In invocations (to goddesses, etc.): Ar. and V. πότνια, ἡ, δέσποινα, ἡ (rare P.), ἄνασσα, ἡ (rare P.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Queen
-
4 dame
[deim]1) ((the status of) a lady of the same rank as a knight: There were several dames at the royal wedding.) δέσποινα (τίτλος αντίστοιχος του ιππότη), `ντέιμ`2) ((American) a woman.) γυναίκα -
5 Ladyship
noun ((with Her, Your etc) a word used in speaking to, or about, a woman with the title `Lady': Thank you, Your Ladyship; Ask Her Ladyship for permission.) δέσποινα, δεσποσύνη -
6 matron
['meitrən]1) (a senior nurse in charge of a hospital.) προϊσταμένη2) (a dignified married woman: Her behaviour shocked all the middle-class matrons in the neighbourhood.) δέσποινα,κυρά•- matronly -
7 квартирохозяин
-а α.-ка, -и θ.σπιτονοικοκύρης, -ρά, οικοδεσπότης, -δέσποινα. -
8 миледи
άκλ. θ. δέσποινα. -
9 фрау
άκλ. θ. κυρία, δέσποινα (τιμητική προσηγορία παντρεμένης γυναίκας). -
10 фру
θ.άκλ. κυρία, δέσποινα (τιμητική προσφώνηση παντρεμένης γυναίκας). -
11 Mistress
subs.Mistress of a house: P. οἰκονόμος, ἡ, P. and V. οἰκουρός, ἡ.Concubine: Ar. and P. παλλακή, ἡ, ἑταίρα, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mistress
-
12 Princess
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Princess
-
13 hanımefendi
κυρία, δέσποινα -
14 dame
1) δέσποινα2) κυρία3) βασίλισσα -
15 maîtresse
1) δέσποινα2) κυρία3) γκόμενα4) δασκάλα
См. также в других словарях:
Δέσποινα — mistress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσποινα — mistress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσποινα — Επίθετο με το οποίο μπορούσε να ονομαστεί κάθε θεά της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί με το επίθετο Δ. τιμούσαν και τις γυναίκες τους. Πολλές χθόνιες θεές, όπως η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Κυβέλη, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Περσεφόνη,… … Dictionary of Greek
δέσποινα — η κυρία του σπιτιού, οικοδέσποινα, κυρά: Μετά το υπέροχο δείπνο, ευχαρίστησε τη δέσποινα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δετζώρτζη, Δέσποινα — (Αθήνα 1919 –). Λογοτέχνης και μεταφράστρια. Είναι πρώην σύζυγος του Νάσου Δετζώρτζη (βλ. λ.). Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας). Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1953 με … Dictionary of Greek
Δεσποίνας — Δεσποίνᾱς , Δέσποινα mistress fem acc pl Δεσποίνᾱς , Δέσποινα mistress fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποίνας — δεσποίνᾱς , δέσποινα mistress fem acc pl δεσποίνᾱς , δέσποινα mistress fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέσποιν' — Δέσποινα , Δέσποινα mistress fem nom/voc sg Δέσποιναι , Δέσποινα mistress fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσποιν' — δέσποινα , δέσποινα mistress fem nom/voc sg δέσποιναι , δέσποινα mistress fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεσποίν' — Δεσποίνᾱͅ , Δέσποινα mistress fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποίν' — δεσποίνᾱͅ , δέσποινα mistress fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)